- ἄπλεκτος
- ἄπλεκτοςunplaitedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄπλεκτον — ἄπλεκτος unplaited masc/fem acc sg ἄπλεκτος unplaited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέκτοισι — ἄπλεκτος unplaited masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλέκτων — ἄπλεκτος unplaited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλεκτα — ἄπλεκτος unplaited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλεχτος — η, ο (AM ἄπλεκτος, ον) αυτός που δεν έχει πλεχθεί, άπλοκος … Dictionary of Greek
αναλυτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος 2. ο άπλεκτος 3. ο αραιά υφασμένος 4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος 5. ο νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω. ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού γένους Ευγένιο… … Dictionary of Greek